εξέλεγξη

εξέλεγξη
[-ις (-εως)] η проверка, контроль; ревизия, инспектирование

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "εξέλεγξη" в других словарях:

  • εξέλεγξη — η λεπτομερής και ακριβής έλεγχος, εξακρίβωση διαχείρισης, επαλήθευση: Εξέλεγξη των βιβλίων εταιρείας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξέλεγξη — η [εξελέγχω] λεπτομερής έλεγχος, εξακρίβωση …   Dictionary of Greek

  • ἐξελέγξῃ — ἐξελέγχω convict aor subj mid 2nd sg ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγξηι — ἐξελέγξῃ , ἐξελέγχω convict aor subj mid 2nd sg ἐξελέγξῃ , ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg ἐξελέγξῃ , ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξελεγκτικός — ή, ό ο χρήσιμος για εξέλεγξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξελέγχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Στ. Κουμανούδη] …   Dictionary of Greek

  • Στηλιτικά — Πολιτικές ανωμαλίες στην Ελλάδα, που συνέβηκαν κατά την ΣΤ’ βουλευτική περίοδο (Μάρτιος 1875). Η κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη, κινδυνεύοντας να ανατραπεί κοινοβουλευτικά τον Νοέμβριο του 1874, ψήφισε τον προϋπολογισμό και κήρυξε τη λήξη της συνόδου με… …   Dictionary of Greek

  • εξελεγκτικός — ή, ό επίρρ. ά που χρησιμεύει για εξέλεγξη (βλ. λ.), που έχει τη συνήθεια να εξελέγχει, που γίνεται για έλεγχο, ελεγκτικός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»